- δορυσσόητος
- δορυσ-σόητος, ον, = sq., μόχθων δορυσσοήτων of the toilsA of battle, S.Aj.1188.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
δορυσσόητος — δορυσσόητος, ον (Α) ο δορυσσόος … Dictionary of Greek
δορυσσοήτων — δορυσσόης masc gen pl δορυσσόητος of battle masc/fem/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)